καθαρίσω

καθαρίσω
καθαρίζω
cleanse
aor subj act 1st sg
καθαρίζω
cleanse
fut ind act 1st sg
καθαρίζω
cleanse
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • оцѣстити — ОЦѢ|СТИТИ (51), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1. Очистить, сделать чистым. Образн.: насѣвающе не тернь˫а страстьна. но ѡцищены нивы. всѧкого скверньнаго грѣха. тако сѣмена ѡцистимъ. [ἐγκαταϑώμεϑα, смеш. с καταρϑώμεϑα?] ФСт XIV/XV, 73г; || перен.: истиньныимь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγκλώ — ( άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ 1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ. 2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να τό καθαρίσω 3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις …   Dictionary of Greek

  • αποπλένω — κ. πλύνω (AM ἀποπλύνω) ξεπλένω για να καθαρίσω κάποιον ή κάτι νεοελλ. τελειώνω το πλύσιμο μσν. νεοελλ. ξεπλένω μσν. σβήνω ξεπλένοντας αρχ. μσν. καθαίρω, εξαγνίζω …   Dictionary of Greek

  • εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • εκτινάσσω — (AM ἐκτινάσσω) τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα μσν. 1. αντικρούω 2. εξαλείφω 3. τρέμω αρχ. μσν. απομακρύνω, απωθώ αρχ. 1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω 2. αναγκάζω να βγει 3. αναζητώ επίμονα 4. (αμτβ.) ταράζομαι… …   Dictionary of Greek

  • επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… …   Dictionary of Greek

  • θειώ — (I) θειῶ, όω (Α) [θείος (Ι)] κάνω κάτι θείο, αφιερώνω στον θεό, καθαγιάζω. (II) θειῶ, όω, επικ. τ. θεειόω (Α) [θείο (ΙΙ)] (ενεργ. και μέσ.) θειῶ και θειοῡμαι καπνίζω με θειάφι, θειαφίζω αρχ. μτφ. καθαρίζω, προσπαθώ να καθαρίσω 2. (στην αλχημεία)… …   Dictionary of Greek

  • καρενάρω — [καρένα] (για πλοία) τροπίζω*, γέρνω το ιστιοφόρο πλοίο για να καθαρίσω τα ύφαλά του …   Dictionary of Greek

  • κλυστηρίζω — (Α) [κλυστήρ] εισάγω σε σωματική κοιλότητα υγρό με τον κλυστήρα για να τήν καθαρίσω …   Dictionary of Greek

  • κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”